- τοπαρχώ
- -έω, ΜΑ [τοπάρχης]είμαι τοπάρχης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τοπάρχῳ — τόπαρχος ruling over a place masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοπάρχησις — ήσεως, ἡ, Μ [τοπαρχῶ] τοπαρχία … Dictionary of Greek